Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξεφωνώ [ksefonó] Ρ10.11α μππ. ξεφωνημένος : (λαϊκ.) διασύρω κπ. κοινοποιώντας κτ. σε βάρος του ή αποδοκιμάζοντάς τον δημόσια: Aν κυκλοφορήσεις με αυτά τα ρούχα στο δρόμο, θα σε ξεφωνήσουν όλοι. || (μππ. και ως ουσ.) ως υβριστικός χαρακτηρισμός ομοφυλόφιλου ή κοινής γυναίκας: Ξεφωνημένη αδερφή. Είναι μια ξεφωνημένη.
[ελνστ. ἐκφωνῶ (ἐκ- > ξε-) (πρβ. μσν. εξωφωνώ (ίδ. σημ.) παρετυμ. έξω)]
[Λεξικό Κριαρά]
- ξεφωνώ.
-
— Βλ. και ξεφωνίζω.
- Φωνάζω δυνατά:
- ξεφωνεί και λέγει (Διγ. A 4406).
[<αόρ. του εκφωνώ (βλ. ά.). Τ. ξη‑ σήμ. κυπρ. Η λ. και σήμ. λαϊκ.]
- Φωνάζω δυνατά: