Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξεφωνίζω [ksefonízo] Ρ2.1α : φωνάζω δυνατά, κραυγάζω: Tι ξεφωνίζεις έτσι; Ξεφώνισε από τον πόνο. Πηδούσε, γελούσε, ξεφώνιζε σαν παιδί. || Θα ξεφωνίσω!, θα ουρλιάξω!, σε περίπτωση που εξαντλούνται τα όρια της υπομονής μου.
[μσν. ξεφωνίζω < ξεφων(ώ) μεταπλ. -ίζω με βάση το συνοπτ. θ. ξεφωνησ-]
[Λεξικό Κριαρά]
- ξεφωνίζω.
-
- Φωνάζω δυνατά·
- (εδώ με αντικ. τη λ. τραγούδι) τραγουδώ με δυνατή φωνή:
- (Διγ. O 2436).
- (εδώ με αντικ. τη λ. τραγούδι) τραγουδώ με δυνατή φωνή:
[<αόρ. του ξεφωνώ. Η λ. στο Somav. και σήμ.]
- Φωνάζω δυνατά·