Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξεφυτρώνω [ksefitróno] Ρ1α : 1.φυτρώνω. 2. (μτφ.) παρουσιάζομαι ξαφνικά και απρόσμενα: Aπό πού ξεφύτρωσε πάλι αυτός; Δεν ξέρω πώς ξεφύτρωσε μπροστά μου. || Tα μπαρ άρχισαν να ξεφυτρώνουν σαν μανιτάρια.
[μσν. ξεφυτρώνω < ξε- φυτρώνω]
[Λεξικό Κριαρά]
- ξεφυτρώνω· εξεφυτρώνω.
-
- 1) Φυτρώνω:
- εις αυτές τες πατημίες δεν ξεφυτρώνει … χόρτον (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 92v· Πανώρ. Β́ 191)·
- (σε μεταφ.):
- αστάχυα εθέριζε (ενν. ο Χάρος) ξερά … κι άλλα … μόνο ξεφυτρωμένα (Τζάνε, Κρ. πόλ. 16726)·
- (σε ιδιάζ. χρ. προκ. για πρόσωπο):
- (Ιντ. κρ. θεάτρ. Γ́ 55)·
- φρ. μου ξεφυτρώνουν κέρατα στην αυλή, βλ. κέρατον.
- 2) Βγάζω ρίζες και κλαδιά:
- όταν … εκείνοι οι δαυλοί θέλουν εξεφυτρώσει, … (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 133r).
- 3) (Μεταφ.) γεννιέμαι:
- το τέκνο, απού καρπός του γάμου ξεφυτρώνει (Ροδολ. Β́ 423).
- 4) (Σε παρομοίωση, προκ. για κατάσταση) αρχίζω, ξεκινώ:
- η μοναρχιά σα δένδρο ξεφυτρώνει και αγάλια αγάλια θρέφεται, ριζώνει και ψηλώνει (Ζήν. Έ 375).
- 5)
- α) (Μειωτ. προκ. για κατάσταση, γεγονός, κλπ., δυσάρεστο ή επιζήμιο) παρουσιάζομαι, συμβαίνω:
- τες διάφορες αίρεσες οπού … εξεφύτρωσαν (Ροδινός 105· Χούμνου, Κοσμογ. 2372)·
- β) (εδώ προκ. για την κατασκευή του χρυσού μόσχου από τους Εβραίους) προκύπτω, εμφανίζομαι:
- Μοσχάριν εξεφύτρωσε με κέρατα μεγάλα (Χούμνου, Κοσμογ. 2713).
- α) (Μειωτ. προκ. για κατάσταση, γεγονός, κλπ., δυσάρεστο ή επιζήμιο) παρουσιάζομαι, συμβαίνω:
[<επιτ. ξε‑ + φυτρώνω. Ο τ. στο LBG. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]
- 1) Φυτρώνω: