Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξεφυσώ
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξεφυσώ [ksefisó] & -άω Ρ10.2α : εκπνέω δυνατά με χαρακτηριστικό θόρυβο εξαιτίας της κούρασης ή ως εκδήλωση δυσανασχέτησης: Tι φυσάς και ξεφυσάς; Ήρθε ξεφυσώντας, ασθμαίνοντας. || Tο τρένο ανέβαινε το βουνό ξεφυσώντας.

[αρχ. ἐκφυσῶ (ἐκ- > ξε-)]

[Λεξικό Κριαρά]
ξεφυσώ.
  • (Μεταφ.) προικίζω· στολίζω:
    • νεράδες … εξεφυσήσαν το σείσμα … και τ’ ανανδράνισμάν των (ενν. των κορών) (Γεωργηλ., Θαν. 115).

[<αόρ. του αρχ. εκφυσάω. Η λ. στο Somav. (‑σσώ, λ. ξεφυσσίζω, με διαφορ. σημασ.) και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες