Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξεφτίζω [kseftízo] Ρ2.1α & ξεφτώ [kseftó] & -άω Ρ10.1α μππ. ξεφτισμένος : 1.για ύφασμα του οποίου κόβονται εύκολα οι κλωστές της ύφανσης, συνήθ. από την πολλή χρήση: Είναι ύφασμα που ξεφτίζει / που ξεφτάει εύκολα. Ξέφτισε το χαλί. Φορούσε μια παλιά ξεφτισμένη ρόμπα. || (επέκτ.) για κτ. από το οποίο έχουν φύγει κομμάτια από την επίστρωση: Ξεφτισμένος καθρέφτης. Ο τοίχος ξέφτισε από την υγρασία. 2. (μτφ.) για κτ. που έχει παρακμάσει: Ξέφτισε γρήγορα η αγάπη τους. Ξεφτισμένα ιδανικά.
[αρχ. ἐκπτύω `φτύνω έξω΄ κατά το φτύνω και μεταπλ. με βάση το συνοπτ. θ. ἐκπτυσ- (ἐκ- > ξε-)· ξεφτ(ίζω) μεταπλ. -ώ με βάση το συνοπτ. θ. ξεφτισ-]