Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξεφτέρι
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξεφτέρι το [kseftéri] Ο44 : (οικ.) άνθρωπος εξαιρετικά ικανός και γρήγορος σε κτ.: Είναι ~ στα μαθηματικά. Tον έκανα ~.

[μσν. ξεφτέρι < ξεπτέριον (ανομ. τρόπου άρθρ. [pt > ft], αποφυγή της χασμ. και αποβ. τελικού συμφ.) < εξυπτέριν, εξυπτέριον < ελνστ. ὀξυπτέριον (παρετυμ. εξ- πτερ(ό) -ιον) υποκορ. του ελνστ. ὀξύπτερος `με γρήγορα φτερά΄]

[Λεξικό Κριαρά]
ξεφτέρι το· εξεπτέρι(ο)ν· εξυπτέρι(ο)ν· εξυφτέριν· ξεπτέρι(ο)ν· ξεφτέριν· ξυπτέρι· ξυπτέριν· ξυφτέρι· ξυφτέριν· ξυφτέρι(ο)ν.
  • Είδος αρπακτικού πουλιού, ο «κίρκος ο βραχύπους» ή «ο κοινός» (αλλιώς σαῒνι, τσιχλογέρακας), συν. ως κυνηγετικό:
    • εξυπτέρια … κοντοπόδαρα (Ορνεοσ. 5792
    • Γεράκια και ξεπτέρια, πετρίτες και φαλκόνια (Θησ. Ζ́ [1055]
    • (σε παρομοίωση για να δηλωθεί μεγάλη ταχύτητα):
      • διάβα … γοργόν ως το ξεφτέριν (Προδρ. IV 120 χφ K κριτ. υπ.· Σταυριν. 384).

[<παλαιότ. ουσ. οξυπτέριον (Γλωσσάρ.) <οξύπτερον το (Γλωσσάρ.) ‑ οξύπτερος ο (βλ. ά.) + κατάλ. ιον. Οι τ. εξυπτέριον και ξεπτέριον στο Meursius. Ο τ. ξυφτέριν και σήμ. ποντ. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες