Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξεφορτώνω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξεφορτώνω [ksefortóno] -ομαι Ρ1 : ANT φορτώνω. 1α. αφαιρώ το φορτίο από κτ. (πλοίο, όχημα, υποζύγιο κτλ.): Οι εργάτες ξεφόρτωσαν το φορτηγό / το εμπόρευμα / τις αποσκευές. ~ το άλογο / το μουλάρι. Δεν ξεφόρτωσα ακόμα. || Tο καράβι θα ξεφορτώσει αύριο, θα το ξεφορτώσουν. β. (για έμψ.) απαλλάσσω κπ. ή κτ. από το φορτίο του ή μειώνω το φορτίο του για να τον ξεκουράσω: Έτρεξε για να μας ξεφορτώσει, να μας πάρει ό,τι κρατούσαμε. Πρέπει να το ξεφορτώσουμε το κακόμοιρο το ζώο. 2. (μτφ.) απαλλάσσομαι από κπ. ή από κτ. που με ενοχλεί, που μου είναι βάρος: Θέλω να ξεφορτωθώ αυτά τα παλιά έπιπλα. Ο διαρρήκτης για να ξεφορτωθεί τα κοσμήματα τα πούλησε όσο όσο. Θα προσπαθήσω να τον ξεφορτωθώ όσο γίνεται γρηγορότερα. Tο ΄πες για να με ξεφορτωθείς. (έκφρ.) ξεφορτώσου με! / δε μας ξεφορτώνεσαι!, για κπ., από του οποίου την παρουσία θέλουμε να απαλλαγούμε.

[μσν. ξεφορτώνω < εξεφορτώνω με αποβ. του αρχικού άτ. φων. < μσν. εκφορτ(ώ) -ώνω < εκ- (> ξε-) φορτώ (δες στο φορτώνω)]

[Λεξικό Κριαρά]
ξεφορτώνω· εξεφορτώνω· ξηφορτών(ν)ω.
  • I. Ενεργ.
    • Ά Μτβ.
      • 1)
        • α) Αφαιρώ από κ. ή κάπ. το φορτίο που μεταφέρει:
          • τ’ αμάξια … ξηφορτώνοντά τα ο κοντοστάβλης … (Μαχ. 4426 κριτ. υπ.· Χούμνου, Κοσμογ. 1879
        • β) (με αντικ. φορτίο):
          • να ξεφορτώσουνε τις τροφές (Χρον. σουλτ. 13228
          • (αμτβ.):
            • στέκουν τα ξύλα … και ξεφορτώνουν εκεί (Πορτολ. Α 2077
        • γ) (με υποκ. ό,τι μεταφέρει φορτίο, επιβάτες, κλπ.):
          • καράβι να μη μπει μέσα να ξεφορτώσει ανθρώπους, βρώσες (Τζάνε, Κρ. πόλ. 1535).
      • 2) Απαλλάσσομαι από το φορτίο που κουβαλώ:
        • (Φαλλίδ. 279
        • (αμτβ.):
          • (Γαδ. διήγ. 20).
      • 3) (Προκ. για θυμό) εκτονώνω, κάνω να ξεσπάσει πάνω σε κάπ.:
        • (Φορτουν. Δ́ 231).
      • 4) (Προκ. για την κοιλιά ή το κεφάλι) αφαιρώ το αίσθημα βάρους ή πόνου, ανακουφίζω, ξαλαφρώνω:
        • (Μπερτόλδος 50), (Μπερτολδίνος 148).
    • Β́ Αμτβ. (μεταφ.) απαλλάσσομαι από ψυχικό βάρος, εκπληρώνω χρέος:
      • (Ριμ. Απολλων. [1809]).
  • II. Μέσ.
    • Ά Μτβ.
      • 1) Αποθέτω κάπου το φορτίο που μεταφέρω·
        • (εδώ σε μεταφ.):
          • να ξηφορτωθείς το γομάριν το δυσβάστακτον των αμαρτιών (Κανον. διατ. Α 10).
      • 2) Απαλλάσσομαι από κ. κακό, δυσάρεστο ή ενοχλητικό:
        • να ξαγορευτούσι, από τα κρίματα να βγουν, να τα ξεφορτωθούσι (Γαδ. διήγ. 188· Φαλιέρ., Ρίμ. 143).
    • Β́ Αμτβ.
      • 1) Απαλλάσσομαι από στενοχώρια, βάρος, ξενοιάζω:
        • εξεφορτώνομαι και λέγω την αλήθειαν (Χρον. Μορ. H 4492).
      • 2) (Σε μεταφ. προκ. για βάρος, τιμωρία που «πέφτει» σε κάπ.):
        • Το χαλάζιον εξεφορτώθη απάνω σε άλλους (Μπερτόλδος 26).

[<αόρ. του παλαιότ. εκφορτόω (7. αι., Lampe, βλ. και LBG· πβ. μτγν. εκφορτίζομαι, L‑S Suppl.) O τ. ξηφορτώννω στο Meursius (-ειν) και σήμ. κυπρ. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες