Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξεφεύγω [ksefévγo] Ρ αόρ. ξέφυγα, απαρέμφ. ξεφύγει : 1.κατορθώνω να απομακρυνθώ από έναν κίνδυνο, μια δύσκολη κατάσταση ή από κτ. που με καταδιώκει· διαφεύγω: Tους ξέφυγε τρέχοντας. Ξέφυγε περνώντας νύχτα μέσα από τις γραμμές των εχθρών. || Tον στρίμωξαν για τα καλά με τις ερωτήσεις, αλλά αυτός κατάφερε να ξεφύγει. || Δεν μπόρεσε να ξεφύγει από τη μιζέρια. Θέλω να ξεφύγω λίγο από την καθημερινή μονοτονία. 2. (συνήθ. με γεν. προσώπου) α. για κτ. που φεύγει, που μετακινείται από μια θέση όπου βρίσκεται: Mου ξέφυγε το ποτήρι από το χέρι. Ξέφυγαν τα σημάδια που είχα βάλει. Όλα είναι τακτικά· τίποτα δεν ξεφεύγει. β. για κτ. του οποίου χάνουμε τον έλεγχο: Tου ξέφυγε το τιμόνι και έριξε το αυτοκίνητο στη θάλασσα. Πρόσεξε μη σου ξεφύγει το ψαλίδι και καταστρέψεις το ύφασμα. Tο αυτοκίνητο ξέφυγε από την πορεία του και μπήκε στο αντίθετο ρεύμα, άλλαξε πορεία. || Tου ξέφυγε ένα χασμουρητό / μια στριγκλιά / μία (πορδή). || (μτφ.): Ξέφυγα λίγο από το πρόγραμμά μου. Mην ξεφεύγεις από το θέμα. Ξέφυγε από το σωστό δρό μο, παραστράτησε. 3. από επιπολαιότητα, έλλειψη προνοητικότητας ή απροσεξία λέω κτ. που δεν πρέπει: Tου ξέφυγαν βαριές κουβέντες. Πρόσεξε μη σου ξεφύγει τίποτα!, μην πεις τίποτα. 4. μένω απαρατήρητος, δεν υποπίπτω στην αντίληψη, στην προσοχή κάποιου: Σ΄ αυτό το κείμενο έχουν ξεφύγει πολλά λάθη. Tίποτα δεν του ξεφεύγει!, όλα τα παρατηρεί, όλα τα προσέχει. ΦΡ ~ από του χάρου* τα νύχια. 5. (οικ.) για κτ. που διαφέρει, που παρουσιάζει κτ. το ιδιαίτερο σε σχέση με άλλα παρόμοια: Tο φόρεμα αυτό ξεφεύγει από τα συνηθισμένα.
[μσν. ξεφεύγω < εξεφεύγω με αποβ. του αρχικού άτ. φων. < αρχ. ἐκφεύγω (ἐκ- > ξε-)]
[Λεξικό Κριαρά]
- ξεφεύγω· εξεφεύγω· εξωφεύγω· 'ξωφεύγω.
-
- Ά Μτβ.
- 1)
- α) Αποφεύγω κάπ. ή κ.:
- να ξεφεύγει τους κακούς και πονηρούς (Λίμπον. 115)·
- τες ηδονές τες κοσμικές πώς να τες εξωφύγει; (Ντελλαπ., Ερωτήμ. 1504)·
- β) γλιτώνω από κ.:
- να ’χα 'ξωφεύγει την ιστιά, τση κόλασης τα βάρη (Π. Ν. Διαθ. (Λαμπάκης) φ. 253v 8)·
- γ) (με γεν.) διαφεύγω από κ.:
- Το πράγμα … ξεφεύγει της γροίκησής σου (Πιστ. βοσκ. V 6, 66).
- α) Αποφεύγω κάπ. ή κ.:
- 2) Ξεχνώ κ.:
- Τό μάθει από μικρός κανείς ποτέ δεν το ξεφεύγει (Πανώρ. Ά 258 χφ A κριτ. υπ).
- 3) (Προκ. για συναίσθημα) ξεπερνώ:
- Τό ’χει κανείς εις την καρδιάν εύκαιρα το ξεφεύγει (Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ́ [486]).
- 1)
- Β́ Αμτβ.
- 1)
- α) Φεύγω μακριά, απομακρύνομαι από κάπου· αποφεύγω να πλησιάσω κάπου:
- (Κατζ. Έ 125)·
- (με την πρόθ. εκ + γεν. ή αιτιατ. ή με επίρρ.):
- (Καλλίμ. 2386)·
- Εξέφευγε 'κ τα σκοτεινά (Δεφ., Λόγ. 83)·
- 'ξώφευγε αποκεί (Ερωτόκρ. Ά 1993)·
- β) φρ. εξέφυγεν η νύκτα = ξημέρωσε:
- (Λίβ. (Lamb.) N 707.)>
- α) Φεύγω μακριά, απομακρύνομαι από κάπου· αποφεύγω να πλησιάσω κάπου:
- 2) (Προκ. για τα μάτια) στρέφομαι αλλού:
- (Ζήν. Ά 140).
- 3) (Προκ. για τροχό) ξεφεύγω, γλιστρώ:
- (Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 423).
- 4) Καταφεύγω κάπου:
- το πλήθος του λαού ουκ έχει πού εξωφύγει ειμή εις τον άφθαρτον ναόν (Σκλέντζα, Ποιήμ. 55).
- 1)
[<αόρ. του εκφεύγω (βλ. ά.). Οι τ. (ε)ξω‑ από παρετυμ. επίδρ. του επιρρ. έξω. Η λ. στο Du Cange και σήμ.]
- Ά Μτβ.