Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξεφαντώνω [ksefandóno] Ρ1α : διασκεδάζω πολύ, γλεντώ, συνήθ. με φαγοπότι, χορό και τραγούδι.
[μσν. ξεφαντώνω < εξεφαντώνω με αποβ. του αρχικού άτ. φων. < ελνστ. *ἐκφαντ(ῶ) -ώνω < ἔκφαντος `φανερωμένος΄ (ἐκ- > ξε-)]
[Λεξικό Κριαρά]
- ξεφαντώνω· εξεφαντώνω.
-
- Ά Αμτβ.
- 1)
- α) Περνώ ευχάριστα τον καιρό μου, χαίρομαι· διασκεδάζω:
- παιγνίδια και κουτσουνικά πάντά 'βανα στο νου μου και μετ’ αυτά εξεφάντωνα (Ερωτόκρ. Ά 977· Βέλθ. 1084)·
- β) (ερωτικά):
- (Πανώρ. Γ́ 230)·
- γ) (μεταφ.):
- γιατ’, άπονε (ενν. Έρωτα), όντα θες να ξεφαντώσεις, τσ’ ανθρώπους συντηράς μόνο να σφάξεις (Πιστ. βοσκ. III 2, 49).
- α) Περνώ ευχάριστα τον καιρό μου, χαίρομαι· διασκεδάζω:
- 2) Γλεντώ, γλεντοκοπώ:
- θέλομεν χαρεί και ξεφαντώσει με τα τραγούδια, με ψωμί και βρώση (Βοσκοπ. 125· Ευγέν. 457).
- 1)
- Β́ Μτβ.
- 1) Κάνω να εμφανιστεί κάπ. ή κ.:
- να σπείρεις (ενν. Γιαζόνε) την σπορά αυτή, πολύ να ξεφαντώσεις τους πολεμάρχους σήμερον (Ιντ. κρ. θεάτρ. Γ́ 5).
- 2) Ξοδεύω κ. για εορταστική συνεστίαση:
- (Διαθ. 17. αι. 1030).
- 3)
- α) Χαίρομαι, απολαμβάνω:
- ωσάν … εις παραδείσους επιγείους …, ξεφαντώνομεν τον κόσμον (Πηγά, Χρυσοπ. 306 (4))·
- β) φρ. ξεφαντώνω το κορμί μου = παρέχω στον εαυτό μου σωματικές απολαύσεις:
- (Πηγά, Χρυσοπ. 65 (29)).
- α) Χαίρομαι, απολαμβάνω:
- 1) Κάνω να εμφανιστεί κάπ. ή κ.:
[<*εκφαντώ (πβ. μτγν. εκφαντεύω, L‑S Suppl.) <μτγν. επίθ. έκφαντος (πβ. ιδιωμ. ξέφαντος, Βλαστός 225, Ξανθιν.). Τ. ξηφαντώννω στο Meursius (‑όννειν) και σήμ. κυπρ. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]
- Ά Αμτβ.