Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξεφάντωμα το [ksefándoma] Ο49 : μεγάλο, ζωηρό γλέντι· ξεφάντωση: Ύστερα από τέτοιο ~ πού να σηκωθείς το πρωί για τη δουλειά!
[ξεφαντώ(νω) -μα]
[Λεξικό Κριαρά]
- ξεφάντωμα το.
-
- 1)
- α) Διασκέδαση, γλέντι:
- ξεφάντωμα από το ταχύ ως το βραδίν εκράτει (Ερωτόκρ. Ά 472)·
- β) απόλαυση:
- (Φαλιέρ., Ιστ. 371)·
- σωματικά ξεφαντώματα (Πηγά, Χρυσοπ. 65 (29)).
- α) Διασκέδαση, γλέντι:
- 2) (Συνεκδ.) αυτό που προκαλεί διασκέδαση· αφορμή για αστεϊσμό, πείραγμα:
- όλα του είναι μετωριστικά και ξεφαντώματα (Μπερτολδίνος 140).
- 3) Ευχαρίστηση:
- από τούτο (ενν. το βιβλίον) θέλεις εβγάλει γλυκά ξεφαντώματα (Μπερτόλδος 4).
[<ξεφαντώνω + κατάλ. ‑μα. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]
- 1)