Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξετυλίγω [ksetilíγo] -ομαι Ρ3 : 1α.ανοίγω, απλώνω κτ. που ήταν τυλιγμένο. ANT τυλίγω: ~ το κουβάρι / ένα ρολό χαρτί / ένα τόπι ύφασμα. || (μτφ.): Ξετύλιγε το νήμα της σκέψης του με μεγάλη ενάργεια. β. αφαιρώ το περιτύλιγμα ενός πράγματος. ANT τυλίγω: ~ το πακέτο. 2. (μτφ., παθ.) α. για κτ. που αναπτύσσεται, απλώνεται σε μεγάλη έκταση: Ο δρόμος ξετυλιγόταν στην πλαγιά του βουνού. β. για κτ. που εκτυλίσσεται, που συμβαίνει σε μια αλληλουχία: Tα γεγονότα ξετυλίχτηκαν με κινηματογραφική ταχύτητα.
[μσν. ξετυλίγω < ελνστ. ἐκτυλίσσω (ἐκ- > ξε-) μεταπλ. κατά το τυλίσσω > τυλίγω]