Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξετσίπωτος -η -ο [ksetsípotos] Ε5 : (οικ.) που τον χαρακτηρίζει η έλλειψη αιδημοσύνης· ξεδιάντροπος, αδιάντροπος, αισχρός: Είναι μια ξετσίπωτη που γυρνάει με τον έναν και με τον άλλο!
ξετσίπωτα ΕΠIΡΡ: Πώς γυρίζει έτσι ~ γυμνή; Tο είπε ~ ότι κλέβει. [ξετσιπώ(νομαι) -τος]