Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξετρυπώνω 1 [ksetripóno] Ρ1α : 1.ανακαλύπτω κτ. που είναι κρυμμένο, που δε φαίνεται ή που έχει ξεχαστεί, συνήθ. ύστερα από υπομονετικό και προσεκτικό ψάξιμο: Πού πάει και τα ξετρυπώνει αυτά τα ρούχα; Ξετρύπωσε μια καταπληκτική ταβέρνα. Όπου και να κρυφτεί εγώ θα τον ξετρυπώσω. 2. για κτ. που εμφανίζεται ξαφνικά και απρόσμενα: Aπό πού ξετρύπωσε πάλι αυτός;, ξεφύτρωσε, πρόβαλε. || Aπό παντού ξετρύπωναν σαύρες και ποντίκια.
[μσν. ξετρυπώνω < αρχ. ἐκτρυπῶ `ξεγλιστρώ μέσα από τρύπα΄ (ἐκ- > ξε-) και μεταπλ. -ώ > -ώνω κατά το τρυπώνω 1]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξετρυπώνω 2, -ομαι Ρ1 : (ραπτ.) βγάζω, αφαιρώ το τρύπωμα. ANT τρυπώνω 2.
[ξε- τρυπώνω 2]