Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξετινάζω [ksetinázo] -ομαι Ρ2.2 : 1.τινάζω κτ. πολύ καλά. 2. (μτφ., οικ.) α. κάνω κπ. να ξοδέψει όλα του τα χρήματα, και με υπερβολή, τον αφήνω απένταρο: Mε ξετίναξαν στα χαρτιά / στα ζάρια. Έχω ξετιναχτεί από τό σα έξοδα. β. εξαντλώ κπ. σωματικά ή ψυχικά: Tον ξετίναξε η αρρώστια. 3. (μτφ.) εξετάζω κπ. εξονυχιστικά ή τον απογυμνώνω από τα επιχειρήματά του: Mε ξετίναξε για τα καλά ο καθηγητής. Tον ξετίναξαν στη συζήτηση που ακολούθησε.
[ελνστ. ἐκτινάσσω, αρχ. σημ.: `ερευνώ συστηματικά΄ (ἐκ- > ξε-) μεταπλ. κατά το τινάσσω > τινάζω]
[Λεξικό Κριαρά]
- ξετινάζω.
-
- Τινάζω δυνατά·
- (εδώ προκ. για ξυλοδαρμό):
- τα σκοινιά τως εξετινάξασίν τηνε απ’ τα ρούχα σου τη σκόνη (Φορτουν. Γ́ 87).
- (εδώ προκ. για ξυλοδαρμό):
[<αόρ. εκτινάσσω (βλ. ά.). Η λ. και σήμ.]
- Τινάζω δυνατά·