Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ξετεντώνω (I).
-
- Μαζεύω τις σκηνές, μεταφέρω την κατασκήνωση· διαλύω το στρατόπεδο:
- εξετέντωσεν (ενν. ο Ιτσχάκ) αποεκεί και έσκαψεν πηγάδι άλλο (Πεντ. Γέν. XXVI 22· Χρον. Μορ. P 9018).
[<στερ. ξε‑ + τεντώνω. Η λ. και σήμ. με διαφορ. σημασ.]
- Μαζεύω τις σκηνές, μεταφέρω την κατασκήνωση· διαλύω το στρατόπεδο:
[Λεξικό Κριαρά]
- ξετεντώνω (II).
-
- Στήνω τις σκηνές, κατασκηνώνω· στρατοπεδεύω:
- στο κάστρον εξετέντωσαν (ενν. οι πριντσιπάδες) μ’ όμορφην παρρησίαν (Σταυριν. 322).
[<επιτ. ξε‑ + τεντώνω]
- Στήνω τις σκηνές, κατασκηνώνω· στρατοπεδεύω: