Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ξετελειώνω· εξετελειώνω· ?ξεθελειώνω.
-
- Ά Μτβ.
- 1)
- α) Τελειώνω κ. εντελώς:
- όνταν θερίσετε …, μη ξετελειώσεις άκρα του χωραφιού σου (Πεντ. Λευιτ. XXIII 22· Τζάνε, Κρ. πόλ. 50417)·
- β) (για κείμενο, ιστορία) διαβάζω ως το τέλος:
- (Θησ. (Foll.) I 2)·
- γ) (προκ. για τη ζωή) δίνω τέλος:
- (Ιντ. κρ. θεάτρ. δ́ 4).
- α) Τελειώνω κ. εντελώς:
- 2)
- α) Φέρνω σε πέρας, ολοκληρώνω:
- Πιστώς τό σ’ επαρέδωκεν είχες εξετελειώσει (Σκλέντζα, Ποιήμ. 533)·
- Τα δυο βιβλία του Μωσή τώρα ξετελειωθήκαν (Χούμνου, Κοσμογ. 2829)·
- (προκ. για διαδικασία θυσίας):
- (Σουμμ., Παστ. φίδ. Έ [427])·
- (προκ. για δημιουργία ή κατασκευή):
- (Ερωτόκρ. Γ́ 1268), (Πεντ. Γέν. VI 16)·
- (ειδικ. για τη δημιουργία του κόσμου από το Θεό):
- (Πεντ. Γέν. II 2)·
- β) (με βουλητική πρόταση) παύω, σταματώ (μετά την ολοκλήρωση μιας διαδικασίας):
- εξετέλειωσεν ο Ιτσχάκ να ευλογήσει το Ιαακώβ (Πεντ. Γέν. XXVII 30)·
- (με προηγ. την πρόθ. από):
- να ξετελειώσει (ενν. ο Ααρών) από να συμπαθήσει το άγιο (Πεντ. Λευιτ. XVI 20).
- α) Φέρνω σε πέρας, ολοκληρώνω:
- 3) Εκτελώ, πραγματοποιώ:
- κάλλιά 'χω θάνατο … παρά να μην ξετελειωθεί ό,τι στο νου μου βάνω (Ερωτόκρ. Δ́ 212).
- 4) (Προκ. για επιθυμία) εκπληρώνω, ικανοποιώ:
- (Θησ. Γ́ [832]).
- 5) (Με αντικ. τα ουσ. νίκη, τέλος) πετυχαίνω:
- (Σουμμ., Παστ. Δ́ φίδ. [582], Ερωτόκρ. Β́ 429).
- 6) (Προκ. για γάμο)
- α) συμφωνώ οριστικά, «τελειώνω»:
- (Ερωτόκρ. Έ 1408, Στάθ. Ά 232)·
- β) επικυρώνω, επιβεβαιώνω:
- (Ερωτόκρ. Γ́ 1460)·
- γ) τελώ:
- (Ροδολ. Ά 604).
- α) συμφωνώ οριστικά, «τελειώνω»:
- 7)
- α) Αφανίζω, εξοντώνω, εξολοθρεύω κάπ.:
- να κολλήσει ο Κύριος εις εσέν το θανατικό ως να ξετελειώσει εσέν από τήν ηγή (Πεντ. Δευτ. ΧΧVΙΙΙ 21)·
- β) ?εξασθενίζω κ.:
- ξετελειώνουν μάτια και πονούν ψυχή (Πεντ. Λευιτ. XXVI 16).
- α) Αφανίζω, εξοντώνω, εξολοθρεύω κάπ.:
- 8) Καταστρέφω εντελώς, αποτελειώνω:
- να δώσου (ενν. οι άρχοντες) βοήθειαν εις τα τειχιά, μήπως τα ξετελειώσου (ενν. οι Τούρκοι) (Τζάνε, Κρ. πόλ. 18810).
- 1)
- Β́ (Αμτβ.) καταλήγω:
- αρχινίζω να γροικώ πού έχει να ξετελειώσει … η αθιβολή (Φορτουν. Ά 192).
- Η μτχ. παρκ. ως επίθ. =
- 1) Ολοκληρωμένος·
- (προκ. για πρόσωπο) τέλειος, άριστος:
- ξετελειωμένος βασιλιός κι άξος (Ερωτόκρ. Ά 31).
- (προκ. για πρόσωπο) τέλειος, άριστος:
- 2) Βέβαιος, δεδομένος:
- Η κρίσις του Πελάγιου ήτον ξετελειωμένη (Ζήν. Δ́ 224 (έκδ. και τελειωμένη· διόρθ. Κριαράς))
- 3) (Συνεκδ.) στερεωμένος·
- (εδώ σε μεταφ.):
- Δούλε πιστέ, … εις την αγάπη του Θεού πύργε ξετελειωμένε (Θυσ. 952).
- (εδώ σε μεταφ.):
- 1) Ολοκληρωμένος·
[<επιτ. ξε‑ + τελειώνω. Η λ. στο Βλάχ.]
- Ά Μτβ.