Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ξεσχίζω· ξερκίζω· ξεσκίζω· μτχ. παρκ. εξεσχισμένος· ξεκισμένος.
-
- I. Ενεργ.
- 1)
- α) Σχίζω, κάνω κομμάτια:
- τα φλάμπουρα ξεσκίσασι (Αχέλ. 1074)·
- φρ. ξεσκίζω τα ρούχα μου =
- (α) για εκδήλωση μεγάλης λύπης ή οργής:
- (Δεφ., Σωσ. 210, Φορτουν. Β́ 374)·
- (β) προκ. για δαιμονισμένο:
- (Διαθ. Νίκωνος 258)·
- (α) για εκδήλωση μεγάλης λύπης ή οργής:
- β) (μεταφ. προκ. για την καρδιά):
- την καρδιά μου εξέσκισε κι επήρε μου το νου μου (Πανώρ. Ά 164)·
- γ) (σε μεταφ.) αποκηρύσσω, απαρνούμαι:
- τη 'στόρηση της ανθρωπιάς εξέσκισες κι εγδύθης και προπατείς ωσάν το ζο (Ερωτόκρ. Ά 1182)·
- δ) (προκ. για πληγή) ανοίγω περισσότερο, επιδεινώνω:
- (Ερωτόκρ. Δ́ 1076).
- α) Σχίζω, κάνω κομμάτια:
- 2) Σχίζω στα δυο:
- (Βεντράμ., Φιλ. 208).
- 3)
- α) (Για άγριο θηρίο, σκύλο ή αρπακτικό πτηνό) καταξεσχίζω, κατασπαράζω:
- (Χούμνου, Κοσμογ. 802, Θησ. Έ [576], Αιτωλ., Μύθ. 35)·
- β) (προκ. για πολεμικούς ελέφαντες):
- (Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 252).
- α) (Για άγριο θηρίο, σκύλο ή αρπακτικό πτηνό) καταξεσχίζω, κατασπαράζω:
- 4)
- α) Γδέρνω, προκαλώ αμυχές:
- τα πόδια σου στο δάσο να ξεσκίζεις (Πιστ. βοσκ. II 2, 100)·
- β) (με αντικ. τα ουσ. μάγουλα, στήθη σε εκδήλωση πένθους):
- (Λίμπον. 414, Κορων., Μπούας 42).
- α) Γδέρνω, προκαλώ αμυχές:
- 5)
- α) Εξοντώνω, αφανίζω, θανατώνω:
- (Τζάνε, Κρ. πόλ. 49810·)>
- ενίκα δυνατούς κι εξέσχιζε λεοντάρια (Διγ. A 4401)·
- β) (εδώ με ταυτόχρονο κομμάτιασμα της σάρκας):
- κανονία στρατιώτες τρεις εξέσκισεν (Αχέλ. 1065)·
- γ) διαμελίζω (νεκρό σώμα):
- τον μουσικόν Ορφεύ όλες τους (ενν. οι Θρακιές) εξεσχίσαν (Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ́ [445]).
- α) Εξοντώνω, αφανίζω, θανατώνω:
- 6) Συντρίβω, κομματιάζω:
- (Ερωτόκρ. Β́ 2393).
- 7)
- α) (Μεταφ.) διασχίζω, διαπερνώ:
- βροντή … τα νέφαλα ξεσκίζει (Ερωτόκρ. Β́ 1124)·
- β) προκ. για το όργωμα:
- ξεσκίζω την γην με το ζευγάρι (Πιστ. βοσκ. V 1, 12).
- α) (Μεταφ.) διασχίζω, διαπερνώ:
- 8) Παραβιάζω τα σύνορα (χώρας, πόλης), εισβάλλω:
- Αλίμονον στη χώραν μας, αφής την εξεσχίσαν οι Τούρκοι (Θρ. Κύπρ. 457).
- 9) Καταστρέφω οικονομικά, «γδέρνω»:
- να με ξεσκίσει, … το σπίτι μου να γδύσει; (Πανώρ. Έ 237).
- 10) Αδικώ κατάφωρα:
- να μην αφήνει (ενν. ο βασιλέας) να ξεσκίζονται οι πτωχοί οπού κρένονται (Μπερτόλδος 84).
- 1)
- II. Μέσ.
- 1)
- α) Σχίζομαι, κόβομαι:
- (Πεντ. Έξ. XXXIX 23)·
- (σε σχ. υπαλλαγής):
- να ξεσκίζομαι 'ς το ράσο (Φαλλίδ. 274)·
- β) (μεταφ. σε ιδιάζ. χρ.):
- εβάλθη (ενν. η βασίλισσα) να γελάσει τοιουτοτρόπως οπού έκανε χρεία να ξεσκισθεί και από τα δύο μέρη (Μπερτολδίνος 134).
- α) Σχίζομαι, κόβομαι:
- 2) (Συνεκδ.) ταλαιπωρούμαι (πβ. ξέσκισμα 1):
- εδώ κι εκεί ξεσκίζεσαι με τις συντρόφισσές σου και σκιας λαγό δεν ήφερες στο σπίτι μας (Πανώρ. Β́ 111).
- 3) Ρίχνομαι, χτυπιέμαι κάτω (προκ. για δαιμονισμένο):
- τον κάμει (ενν. το πνεύμα) και ξεσχίζεται και αφρίζει (Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ. Μάρκ. θ́ 18).
- 1)
- Η μτχ. παρκ. ως επίθ. =
- 1) Σχισμένος, κουρελιασμένος:
- ξεσκισμένον φόρεμα (Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 425)·
- (σε θέση ουσ.):
- Επεριπάτει με παλαιά και ξεσχισμένα ζητών ελεημοσύνην (Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 296).
- 2) (Σε σχ. υπαλλαγής) που φορά σχισμένα ρούχα, κουρελής:
- πάντα κακορίζικος είσαι και ξεσκισμένος (Στάθ. Ά 183)·
- εγδυμνός και ξεσκισμένος (Φαλλίδ. 104).
- 1) Σχισμένος, κουρελιασμένος:
[<επιτ. ξε‑ + σχίζω. Πβ. όμως και αρχ. εκσχίζω. Ο τ. ξερκ‑ στο Du Cange (λ. ξερκείν) και σήμ. ιδιωμ. Για τον τ. της μτχ. παρκ. ξεκ‑ πβ. ιδιωμ. ξεκώ, κ.ά. (Pern., Ét. linguist. I 430, 473). Ο τ. ξεσκ‑ (Βλάχ.) και η λ. (Du Cange) και σήμ.]
- I. Ενεργ.