Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξεσφίγγω [ksesfíŋgo] -ομαι Ρ αόρ. ξέσφιξα, απαρέμφ. ξεσφίξει, παθ. αόρ. ξεσφίχτηκα, απαρέμφ. ξεσφιχτεί, μππ. ξεσφιγμένος : χαλαρώνω κτ. το οποίο είναι σφιγμένο. ANT σφίγγω: ~ τη βίδα / τη ζώνη.
[ξε- σφίγγω]