Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξεστρώνω [ksestróno] -ομαι Ρ1 : αφαιρώ το κάλυμμα με το οποίο έχω καλύψει μια επιφάνεια. ANT στρώνω: ~ το κρεβάτι / το χαλί. || ~ το σπίτι, σηκώνω τα χαλιά. || ~ το τραπέζι, αφαιρώ το τραπεζομάντιλο και τα σκεύη από το τραπέζι μετά το τέλος του φαγητού: Έλα να με βοηθήσεις να ξεστρώσουμε (το τραπέζι).
[μσν. ξεστρώνω < ξε- στρώνω]
[Λεξικό Κριαρά]
- ξεστρώνω· εξεστρώνω· ξηστρώνω.
-
- Ά Αμτβ.
- 1) Αφαιρώ τα στρωσίδια, τα κλινοσκεπάσματα:
- (Σαχλ. B́ PM 584).
- 2) Αφαιρώ τη σέλα, ξεσελώνω το άλογο:
- (Διγ. Z 1975 κριτ. υπ).
- 1) Αφαιρώ τα στρωσίδια, τα κλινοσκεπάσματα:
- Β́ (Μτβ.) αφαιρώ το σαμάρι, ξεσαμαρώνω:
- ξεστρώνει τον (ενν. το γάδαρο), έλυσε κι άφησέ τον (Γαδ. διήγ. 26).
[<στερ. ξε‑ + στρώνω. Τ. ξηστρώννω σήμ. κυπρ. Ο τ. ξη‑ σήμ. ιδιωμ. Η λ. στο Somav. και σήμ.]
- Ά Αμτβ.