Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξεστρατίζω [ksestratízo] Ρ2.1α μππ. ξεστρατισμένος : (οικ.) βγαίνω από το δρόμο μου, αλλάζω πορεία. || (μτφ.): Προσπάθησε να ξεστρατίσει την κουβέντα.
[μσν. ξεστρατίζω < ξε- στράτ(α) -ίζω]
[Λεξικό Κριαρά]
- ξεστρατίζω· ξηστρατίζω.
-
- 1)
- α) Βγάζω κάπ. από το δρόμο του και τον οδηγώ σε άλλο (ιδ. ακατάλληλο, επικίνδυνο):
- το κτηνόν ουδέν το εξηστράτισεν (Ασσίζ. 7520)·
- β) (μεταφ.):
- Πλήξη μου, πού με παίρνεις; γιατί με ξηστρατίζεις; (Κυπρ. ερωτ. 962).
- α) Βγάζω κάπ. από το δρόμο του και τον οδηγώ σε άλλο (ιδ. ακατάλληλο, επικίνδυνο):
- 2) (Μεταφ.) απομακρύνω:
- να ξηστρατίσω την έννοιαν μου αχ το δειν των αμματιώσ σου (Κυπρ. ερωτ. 7019).
[<στερ. ξε‑ + ουσ. στράτα + κατάλ. ‑ίζω. Πβ. και εκστρατίζω. Ο τ. και σήμ. κυπρ. Η λ. στο Βλάχ. (μτχ. παρκ.), στο Somav. και σήμ.]
- 1)