Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ξεστομίζω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξεστομίζω [ksestomízo] Ρ2.1α : λέω, βγάζω από το στόμα μου κτ. απαγορευμένο ή προσβλητικό: Πώς να τα ξεστομίσεις όλα αυτά; Ξεστόμισε μια φοβέρα / βλαστήμια. || τολμώ ή αποφασίζω να πω κτ.: Kανένας δεν ξεστόμιζε λέξη. Δεν πρόφτασα να ξεστομίσω τίποτα.

[ξε- στόμ(α) -ίζω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go