Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξεσποριάζω [ksesporjázo] Ρ2.1α μππ. ξεσποριασμένος : 1.για φυτά που σχημάτισαν πια τους σπόρους τους, που συμπλήρωσαν δηλαδή τον κύκλο της ζωής τους. 2. βγάζω τους σπόρους, τα κουκούτσια από καρπό.
[ξε- σποριάζω]