Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξεσκολίζω [kseskolízo] Ρ2.1α μππ. ξεσκολισμένος : (οικ.) έχω μάθει κτ. πολύ καλά, είμαι έμπειρος σε κτ. κακό ή πονηρό: Έμεινε στη φυλακή δύο χρόνια και ξεσκόλισε. Tην ξεσκόλισαν οι μεγαλύτερες. Είναι ξεσκολισμένος στο ψέμα και στην ψευτιά.
[ξε- σκολ(ειό) -ίζω]
[Λεξικό Κριαρά]
- ξεσκολίζω.
-
- Εκπαιδεύω, καταρτίζω πλήρως κάπ. σε ένα ζήτημα·
- (εδώ σε αισχρό υπονοούμενο, πβ. ξεκωλώνω):
- (Κατζ. Β́ 222).
- (εδώ σε αισχρό υπονοούμενο, πβ. ξεκωλώνω):
[<στερ. ξε‑ + ουσ. σκολειό + κατάλ. ‑ίζω. Τ. ξεσχ‑ στο Somav. Η λ. και σήμ. λαϊκ.]
- Εκπαιδεύω, καταρτίζω πλήρως κάπ. σε ένα ζήτημα·