Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξεσκλαβώνω [ksesklavóno] -ομαι Ρ1 : ελευθερώνω από τη σκλαβιά· απελευθερώνω. ANT σκλαβώνω.
[ξε- σκλαβώνω]
[Λεξικό Κριαρά]
- ξεσκλαβώνω.
-
- I. Ενεργ.
- 1)
- α) Απαλλάσω, ελευθερώνω κάπ. ή κ. από τον ξένο ζυγό:
- εξεσκλάβωσε (ενν. ο Θεός) το γένος το ισραηλιτικόν από την εν Αιγύπτῳ δουλείαν (Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 456)·
- β) σώζω, γλυτώνω από τον κίνδυνο υποδούλωσης:
- ενίκησεν ο κύρης της (ενν. της Αρετής) κι η χώρα εξεσκλαβώθη (Ερωτόκρ. Έ 67)·
- γ) (μεταφ.):
- λύτρωσέ με (ενν. Δέσποινα) από τας χείρας του διαβόλου, ξεσκλάβωσέ με (Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 440).
- α) Απαλλάσω, ελευθερώνω κάπ. ή κ. από τον ξένο ζυγό:
- 2)
- α) Αφήνω ελεύθερο κάπ. που είναι αιχμάλωτός μου:
- (Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 355)·
- β) εξαγοράζω την ελευθερία κάπ. πληρώνοντας λύτρα:
- (Τζάνε, Κρ. πόλ. 24814).
- α) Αφήνω ελεύθερο κάπ. που είναι αιχμάλωτός μου:
- 3) (Μεταφ.) ξεμπλέκω, ξεσκαλώνω:
- (Ερωτόκρ. Δ́ 1858).
- 1)
- II. Μέσ.
- 1) Απαλλάσσομαι από τον ξένο ζυγό, ανακτώ την ελευθερία μου:
- (Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 414).
- 2) Εξαγοράζω την ελευθερία μου πληρώνοντας λύτρα:
- αφήνω … είκοσι ριάλια του Μανόλη … για να μπορέσει να ξεσκλαβωθεί (Διαθ. 17. αι. 10127).
- 1) Απαλλάσσομαι από τον ξένο ζυγό, ανακτώ την ελευθερία μου:
[<στερ. ξε‑ + σκλαβώνω. Η λ. στο Somav. και σήμ.]
- I. Ενεργ.