Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξεσκαρτάρω [kseskartáro] Ρ6α : (οικ.) ξεχωρίζω από ένα σύνολο πραγμάτων τα άχρηστα και τα πετώ ή τα αχρηστεύω. || (ειδικότ.) στο χαρτοπαίγνιο, αφήνω, πετώ τα μικρής αξίας ή τα φύλλα που μου είναι άχρηστα στο συγκεκριμένο παιχνίδι.
[ξε- σκαρτάρω (ίδ. σημ.) < ιταλ. scartar(e) -ω (σύγκρ. σκάρτος)]