Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξεσκαλώνω [kseskalóno] Ρ1α : 1.ελευθερώνω κτ. που έχει σκαλώσει, που έχει μπερδευτεί, που έχει εμπλακεί κάπου: Προσπάθησε να ξεσκαλώσει το χαρταετό από τα σύρματα. 2. (μτφ.) αποδεσμεύομαι από κπ. ή από κτ.: Δεν ξέρω πώς θα ξεσκαλώσω από αυτή την παρέα / από αυτή την υπόθεση.
[μσν. ξεσκαλώνω < ξε- σκαλώνω]
[Λεξικό Κριαρά]
- ξεσκαλώνω.
-
- Φτάνω σε λιμάνι και βγαίνω στη στεριά:
- Όταν επλησιάσασιν εις γην … εράξαν, εξεσκάλωσαν, εβγήκαν (Γεωργηλ., Βελ. Λ 241).
[<ξε‑ + σκαλώνω. Τ. ξησκαλώννω σήμ. κυπρ. Η λ. και σήμ. με διαφορ. σημασ.]
- Φτάνω σε λιμάνι και βγαίνω στη στεριά: