Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξεσκίζω [kseskízo] -ομαι & ξεσχίζω [kses
ízo] -ομαι Ρ2.1 στη σημ. 1 : 1. σκίζω κτ. τελείως, το κουρελιάζω: Φορά ξεσκισμένα ρούχα. Mέσα στο θυμό του έπιασε το βιβλίο και το ξέσκισε. ΦΡ κτ. μου ξεσκίζει την καρδιά, με στενοχωρεί πολύ. || Ξεσκίστηκα στ΄ αγκάθια, γρατζουνίστηκα. || H λεοπάρδαλη ξέσκισε το θήραμά της. 2. (χυδ.) συνουσιάζομαι με βίαιο τρόπο. || (θηλ. μππ., ως ουσ.) η ξεσκισμένη, εξαιρετικά μειωτικός χαρακτηρισμός για γυναίκα. 3. (οικ., κυρ. για αθλητικό αγώνα, παιχνίδι κτλ.) νικώ τον αντίπαλο με μεγάλη διαφορά: Tον ξέσκισα στο τάβλι. || Aπάντησα σε όλες τις ερωτήσεις του και τον ξέσκισα, πήγα πολύ καλά. 4. (παθ., οικ.) κάνω κτ. σε υπερβολικό βαθμό με αποτέλεσμα συνήθ. να κουραστώ: Ξεσκιστήκαμε στη δουλειά / στον ποδαρόδρομο / στο διάβασμα. || Ξεσκίστηκε στο φαΐ / στον ύπνο. [μσν. ξεσχίζω (και με ανομ. τρόπου άρθρ. [sx > sk] ) < αρχ. ἐκσχίζω `κόβω στα δύο΄ (ἐκ- > ξε-)]
[Λεξικό Κριαρά]
- ξεσκίζω,
- βλ. ξεσχίζω.