Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξεσηκωμός ο [ksesikomós] Ο17 : εξέγερση, επανάσταση ενός λαού ή μιας μεγάλης οργανωμένης ομάδας ανθρώπων: Ο μεγάλος ~ του έθνους. Ο ~ των αγροτών στο Kιλελέρ.
[ξεσηκώ(νω) -μός]