Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξερολιθιά η [kseroliθxá] Ο24 : είδος τοιχοποιίας χωρίς συνεκτικό κονίαμα: Xαμηλοί φράχτες χτισμένοι σε ~. Οι χωρικοί έχουν κάνει πεζούλες από ~. || τοίχος χτισμένος με ξερολιθιά: Kαθίσαμε να ξαποστάσουμε σε μια ~.
[μσν. ξηρόλιθ(ος) `πέτρες χτιστές χωρίς λάσπη΄ -ιά και τροπή του άτ. [ir > er] (σύγκρ. ξερός) < ξηρ(ός) -ο- + λίθος]