Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξερολιθιά
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξερολιθιά η [kseroliθxá] Ο24 : είδος τοιχοποιίας χωρίς συνεκτικό κονίαμα: Xαμηλοί φράχτες χτισμένοι σε ~. Οι χωρικοί έχουν κάνει πεζούλες από ~. || τοίχος χτισμένος με ξερολιθιά: Kαθίσαμε να ξαποστάσουμε σε μια ~.

[μσν. ξηρόλιθ(ος) `πέτρες χτιστές χωρίς λάσπη΄ -ιά και τροπή του άτ. [ir > er] (σύγκρ. ξερός) < ξηρ(ός) -ο- + λίθος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες