Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξεροκέφαλος -η -ο [kserokéfalos] Ε5 : που επιμένει πάρα πολύ στην άποψή του, που δεν μπορεί κανείς να τον μεταπείσει με τις συμβουλές ή με τα επιχειρήματά του· πεισματάρης.
[ξερο- + κεφάλ(ι) -ος (διαφ. το ελνστ. ξηροκέφαλος `με στεγνό κεφάλι΄)]