Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξερνώ
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξερνώ [ksernó] Ρ10.4α αόρ. ξέρασα, απαρέμφ. ξεράσει, μππ. ξερασμένος : 1.(οικ.) κάνω εμετό. || Άρχισε να ξερνάει αίμα. (έκφρ.) μου ΄ρχεται να ξεράσω, για κπ. ή για κτ. που προκαλεί αηδία και αποστροφή. ΦΡ είναι να ξερνάς (καλαπόδια), για αίσθηση αηδίας. ~ τ΄ άντερά* μου. 2. (μτφ.) α. για κτ. που εκτοξεύεται με ορμή και συνήθ. φέρνει την καταστροφή: Tα πολυβόλα ξερνούσαν φωτιά. Tο ηφαίστειο ξερνούσε καπνούς και λά βα. β. για ό,τι η θάλασσα εκβράζει: Tους ξέρασε το κύμα στην ακρογιαλιά. γ. για επιχρίσματα, χρωματισμούς κτλ. που αλλοιώνονται από υγρασία: Ξέρασε ο τοίχος. δ. (λαϊκ.) λέω σε κπ. όσα δεν έπρεπε να του πω: Tα ξέρασε όλα στον ανακριτή, μαρτύρησε, ομολόγησε ύστερα από άσκηση βίας. Άνοιξε το στόμα του και τι δεν ξέρασε!, για βρισιές ή χυδαίες κατηγορίες.

[μσν. ξερνώ < αρχ. ἐξερῶ (ἐκ- > ξε-) μεταπλ. -νώ (σύγκρ. περώ > περνώ)]

[Λεξικό Κριαρά]
ξερνώ· εξερνώ· ξερώ· ξιρνώ.
  • Ά Αμτβ.
    • 1)
      • α) Κάνω εμετό:
        • Περί μοναχού, εάν ξεράσει από μέθης (Μαλαξός, Νομοκ. 219
      • β) (για να δηλωθεί αηδία, αποστροφή για κ.):
        • ήκουσα την μωρίαν τους και θέλω να ξεράσω (Κρασοπ. I 6).
  • B́ Μτβ.
    • 1)
      •  
        • α1) Αποβάλλω κ. με εμετό:
          • εξέρνουν και τά έφαγα και τ’ άντερά μου ακόμη (Σαχλ. B́ PM 377
  • (σε μεταφ.):
    • (Ερωτόκρ. Γ́ 81
  • (σε κατάρα):
    • αίμα να ξεράσεις (Σπανός B 173
    • α2) (συνεκδ.) λερώνω με εμετό:
      • να πίνουσιν …, τα γένια τους να ξερνούσιν (Πωρικ. II 87
  • β) (μεταφ. προκ. για το Θεό, που κατά τη Δευτέρα Παρουσία θα αποστρέψει το πρόσωπό Του από τους χλιαρούς χριστιανούς):
    • (Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ. Αποκάλ. Ιω. γ́ 16
  • γ) (προκ. για φίδι) βγάζω, χύνω (δηλητήριο):
    • (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 60r
    • (σε μεταφ. προκ. για εκδήλωση μίσους, συκοφαντίες, κ.τ.ό.):
      • είχε το φαρμάκι … φυλαμένον κατά του πατριάρχου και εγύρευε καιρόν επιτήδειον … να το ξεράσει (Ιστ. πατρ. 13010
    • (μεταφ.):
      • εξέρασεν … το κακόν της ψυχής του (Χρονογρ. 244
  • δ) (επιτ.) αποβάλλω, βγάζω·
    • (εδώ μεταφ.):
      • για να μην μείνει στην καρδιάν σήμερ’ εξέρασές το (ενν. το όνομα) (Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ́ [1246]).
  • 2) (Μεταφ.) τιμωρούμαι για κακή μου πράξη:
    • τες κλεψιές κακά θα τες ξεράσουν (ενν. οι κλέπτες) (Τζάνε, Κατάν. 358).
  • 3)
    • α) (Προκ. για τη γη, για τα βάθη της γης) αποβάλλω, βγάζω από το εσωτερικό μου στην επιφάνεια:
      • εκεί … ξερνά αποκάτω η γη λείψανα παλαιά (Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 266
      • Η άβυσσος εξέρασεν πίσσ’ ανακατωμένη (Χούμνου, Κοσμογ. 1131
    • β) (μεταφ. για τον Άδη κατά τη Δευτέρα Παρουσία):
      • ο Άδης θέλει … να ξεράσει τους νεκρούς (Πηγά, Χρυσοπ. 82 (31)).
  • 4) (Μεταφ. προκ. για γη, χώρα) αηδιάζω, θυμώνω με κάπ. και δεν τον ανέχομαι, τον διώχνω:
    • (Πεντ. Λευιτ. XX 22).
    • Η μτχ. παρκ. ως επίθ. = (υβριστ.) σιχαμένος, αηδιαστικός:
      • τρυγόνα ξερασμένη (Πουλολ 418· 53).

    [<αόρ. του ξερώ (Steph. ‑άν, Soph. ‑άω, Du Cange App. ειν· σήμ. ιδιωμ.). Ο τ. ξι‑ και σήμ. ιδιωμ. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]

    < Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
    Μετάβαση στη σελίδα:Βρες