Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξεριζώνω [kserizóno] -ομαι Ρ1 : 1.τραβώ και βγάζω από το έδαφος ένα φυτό μαζί με τις ρίζες του: Ο άνεμος ξερίζωσε δεκάδες δέντρα. Οι ξεριζωμένες ελιές κείτονται στο χώμα. || (οικ.): Θα σου ξεριζώσω το μαλλί (τρίχα τρίχα), συνήθ. ως απειλή μεταξύ γυναικών. 2. (μτφ.) α. αναγκάζω κπ. να εγκαταλείψει συνήθ. βίαια και οριστικά τη γενέθλια γη ή τον τόπο όπου κατοικεί: Ο πόλεμος ξερίζωσε χιλιάδες ανθρώπους και τους έκανε πρόσφυγες. Ξεριζωμένη γενιά. Ο ξεριζωμένος ελληνισμός της Mικράς Aσίας. β. αποβάλλω οριστικά κτ.: Δεν κατάφερε να ξεριζώσει τις κακές του συνήθειες. Tο κακό πρέπει να ξεριζωθεί.
[μσν. εξεριζώνω, ξεριζώνω < ελνστ. ἐκριζῶ (ἐκ- > ξε-) μεταπλ. -ώ > -ώνω]
[Λεξικό Κριαρά]
- ξεριζώνω· εξεριζώνω· εξηριζώνω· ηξηριζώνω· ξηριζώνω· ξωριζώνω.
-
- 1)
-
- α1) Βγάζω (φυτό) με τη ρίζα του, ξεριζώνω:
- εκατέβην ο ποταμός … και εξηρίζωσεν πολλά δεντρά (Μαχ. 6019)·
- α1) Βγάζω (φυτό) με τη ρίζα του, ξεριζώνω:
-
- (με αντικ. το ουσ. ρίζες):
- (Ερωτόκρ. Β́ 1804)·
- α2) (μέσ., συν. σε μοιρολόι ή κατάρα):
- πέτρες, νυν ραγίσετε· δέντρα, ξεριζωθείτε (Σταυριν. 1139· Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ́ [161])·
- β) (σε μεταφ.):
- να εξεριζώσει παντάπασι το κακόν δένδρον … της κολάσεως (Ιστ. πατρ. 1949)·
- γ) (ιδιάζ. χρ.) προκ. για ακρωτηριασμό (ζώου):
- εξερίζωσαν βόδι (Πεντ. Γέν. XLIX 6).
- 2) (Μεταφ.)
- α) αφαιρώ, αποσπώ κ. βίαια:
- δύνονται οι λόγοι του … να εξεριζώσουν από εμέν την όλην μου καρδίαν (Λίβ. N 1774)·
- β) αποχωρίζω, απομακρύνω κάπ. ή κ. (από κ. άλλο) βίαια:
- εξεριζωθώσιν τα παιδιά και οι μαννάδες (Λέοντ., Αίν. I 291).
- 3)
-
- α1) Κατεδαφίζω από τα θεμέλια, ανασκάπτω, ξεθεμελιώνω:
- να εξεριζώσω το ήμισον του τείχος (Ασσίζ. 3612· Σουμμ., Ρεμπελ. 191)·
- α2) (μέσ., μεταφ. για να δηλωθεί υπερβολή):
- της Πόλης τα θεμέλια τότ’ εξεριζωθήκαν (ενν. την ώρα του θανάτου σου) (Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 104).
- α1) Κατεδαφίζω από τα θεμέλια, ανασκάπτω, ξεθεμελιώνω:
- β) (για βράχο) αποσχίζω, αποσπώ βίαια (από το έδαφος):
- (Διήγ. πανωφ. 57)·
- χαράκια … ξεριζωμένα (Τζάνε, Κρ. πόλ. 50124).
- 4) Αφανίζω ολοκληρωτικά, ξεκληρίζω:
- (Πρόλ. εις έπαινον Κεφαλλην. 15)·
- εξωριζώθηκεν το γένος του Αλβάνου (Χρον. Τόκκων 3201· Ερωφ. Πρόλ. 106).
- 5)
- α) Εξαλείφω (οριστικά):
- εξεριζώθηκαν τα σκάνδαλα (Ιστ. πατρ. 11617)·
- β) (προκ. για αγάπη, φιλία, κ.ά.) εξαφανίζω, διαλύω:
- (Ερωφ. Β́ 191, Ερωτόκρ. Β́ 278)·
- (μέσ.):
- η πρίκα οπού 'χα στην καρδιά … εξεριζώθη (Ζήν. Έ 24).
- 6) (Επιτ.) εκτοπίζω, εκδιώκω:
- (Ροδολ. Έ 64)·
- τον Τούρκον ξεριζώνετε σύρριζον εκ την Δύσιν (Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 892).
- 7) Αποτρέπω, ματαιώνω (την πραγματοποίηση ενός πράγματος):
- η αδικοκρισά … τη βασιλεία που μελετάς να τηνε ξεριζώσει (Φορτουν. Ιντ. β́ 174).
- 8)
- α) Πετυχαίνω (κ. δικαστικώς· πβ. και ανασπάζω 2, ανασπώ IΆ2γ, αποσπώ IΆ5):
- (Ασσίζ. 3609)·
- β) αποσείω, ανατρέπω (την εις βάρος μου κατηγορία· πβ. αποσπάζω):
- να δώσει … διά τους β́ μάρτυρας οπού εξεριζώσαν το έγκλημάν του … (Ασσίζ. 23013· 37921).
[<αόρ. των εκριζώ ‑ώνω. Τ. ξηριζώννω στο Meursius (λ. ‑ειν) και σήμ. κυπρ. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]
- 1)