Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξερατό το [kserató] Ο38 : (λαϊκ.) ξέρασμα.
[μσν. ξερατόν < ξερα- (ξερνώ) -τόν, ουδ. του -τός]
[Λεξικό Κριαρά]
- ξερατόν το· ξηρατόν.
-
- Εμετός:
- ξερατόν αίματος (Ιατροσ. κώδ. ζ́)·
- Περί ξηρατών του λαϊκού αφού μεταλάβει (Βακτ. αρχιερ. 172).
[<αόρ. του ξερνώ + κατάλ. ‑τόν. Πβ. λ. ‑είον στο Βλάχ. (λ. ξέρασμα). Η λ. στο Somav. και σήμ. λαϊκ. (‑ό)]
- Εμετός: