Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξερακιανός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξερακιανός -ή -ό [kserakanós] Ε1 : για άνθρωπο πολύ αδύνατο, λιπόσαρκο, συνήθ. ψηλό, με όψη στεγνή: Ήταν ένας άνθρωπος πενήντα χρονών πια, ψηλός και ~. || Ξερακιανό κορμί. Ξερακιανά πόδια.

[ξέρακ(ας) `ξερό δέντρο΄ (< ξερ(ός) -ακας) -ιανός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες