Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξεραίνω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξεραίνω [kseréno] -ομαι Ρ7.1 : 1.αφαιρώ την υγρασία, το νερό ή το χυμό, κάνω κτ. ξερό: Tο καλοκαίρι το ποτάμι ξεραίνεται, δεν κατεβάζει νερό. Tο πηγάδι ξεράθηκε. H ζέστη ξέρανε τα λουλούδια, τα μάρανε. Στους δρόμους υπάρχουν σωροί από ξεραμένα φύλλα. Ξεράθηκε το δέντρο, δε βγάζει πια φύλλα και καρπούς. Άπλωσαν τα σύκα / τη σταφίδα στον ήλιο για να ξεραθούν. Ξεράθηκε το ψωμί, μπαγιάτεψε. Ο ήλιος κι ο αέρας ξεραίνουν το δέρμα, το στεγνώνουν. Ξεράθηκε το στόμα μου / η γλώσσα μου από τη δίψα, στέγνωσε. ΦΡ (οικ.) ξεραίνει το σκατό του (και το κάνει παξιμάδι), για κπ. πολύ τσιγκούνη, που κάνει αιματηρές οικονομίες. 2. (μτφ., οικ.) α. αναισθητοποιώ, μουδιάζω κτ. συνήθ. ύστερα από χτύπημα: Mου ΄δωσε μια και κόντεψε να μου ξεράνει το χέρι. β. (παθ.) αποσβολώνομαι· ΣYN ΦΡ μένω ξερός: Ξεράθηκα όταν το άκουσα. Ξεράθηκα στα γέλια, κόντεψα να πέσω αναίσθητος από τα πολλά γέλια.

[μσν. ξεραίνω < αρχ. ξηραίνω με τροπή του άτ. [ir > er] (σύγκρ. ξερός)]

[Λεξικό Κριαρά]
ξεραίνω,
βλ. ξηραίνω.
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες