Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξεράδι το [kseráδi] Ο44 : περιφρονητικά ή υβριστικά για χέρι ή για πόδι· το ξερό: Kάτω το ~ σου! Mάζεψε τα ξεράδια σου! Bρε, ακόμα εκεί είσαι; Kούνα τα ξεράδια σου!
[ξερ(ός) -άδι κυριολ. σημ.: `ξερό κλαδί΄]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξεράδια [kseráδja] επιφ. : (οικ.) εκφράζει έντονη αποδοκιμασία, ως απάντηση σε κπ. που λέει “ξέρω” ή “δεν ξέρω”.
[πληθ. της λ. ξεράδι]