Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξεπροβοδίζω [kseprovoδízo] Ρ2.1α & ξεπροβοδώ [kseprovoδó] Ρ10.1α & ξεπροβοδώνω [kseprovoδóno] Ρ1α : (οικ.) συνοδεύω για λίγο και ως ένα σημείο κπ. που φεύγει: Tον ξεπροβόδισαν οι φίλοι του. Θα σας ξεπροβοδίσω ως την πόρτα.
[ξε- προβοδώ και μεταπλ. -ίζω με βάση το συνοπτ. θ. ξεπροβοδησ-· ξεπροβοδ(ώ) μεταπλ. -ώνω]