Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξεπροβάλλω [kseproválo] Ρ πρτ. ξεπρόβαλλα, αόρ. ξεπρόβαλα, απαρέμφ. ξεπροβάλει : παρουσιάζομαι, εμφανίζομαι να βγαίνω μέσα από κτ. ή πίσω από κτ.: Aπό την κορυφή του βουνού ξεπρόβαλε το φεγγάρι. H πόλη ξεπροβάλλει σιγά σιγά μέσα στο σκοτάδι. Tον είδα να ξεπροβάλλει στην άκρη του δρόμου.
[ξε- προβάλλω (διαφ. το ελνστ. ἐκπροβάλλω `διώχνω΄)]