Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξεπουπουλιάζω [ksepupulázo] -ομαι & ξεπουπουλίζω [ksepupulízo] -ομαι Ρ2.1 : 1.βγάζω, αφαιρώ τα πούπουλα από ένα πουλί· μαδώ: Έσφα ξε και ξεπουπούλιασε τα κοτόπουλα. Ξεπουπουλιασμένη κότα, που της έχουν φύγει τα περισσότερα φτερά. 2. (μτφ., οικ.) παίρνω από κπ. ό,τι έχει και δεν έχει, τον απομυζώ: Tόσα χρόνια μαζί του τον ξεπουπούλισε κανονικά.
[ξε- πούπουλ(ο) -ιάζω, -ίζω]