Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξεπληρώνω [ksepliróno] -ομαι Ρ1 : επιστρέφω την οφειλή μου, πληρώνω, εξοφλώ ένα χρέος: Θα δουλέψω σκληρά και θα σε ξεπληρώσω. || ανταποδίδω: Kάποια μέρα θα σου ξεπληρώσω το καλό που μου έκανες. Θα στο ξεπληρώσει ο Θεός.
[μσν. ξεπληρώνω < ξε- πληρώνω (διαφ. το αρχ. ἐκπληρῶ `γεμίζω΄)]
[Λεξικό Κριαρά]
- ξεπληρώνω· εξεπληρώνω· εξοπληρώνω· ξηπλερώνω.
-
- Ά Μτβ.
- 1) Συμπληρώνω:
- Σαράντα εξεπλήρωσαν να σώσουσιν ημέρας (Γεωργηλ., Βελ. Λ 594).
- 2) Τελειώνω, ολοκληρώνω κ.:
- μη ξεψυχήσω … πριχού το ξεπληρώσω (ενν. τον λόγον) (Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 869).
- 3)
- α) Εκτελώ, φέρω κ. εις πέρας, πραγματοποιώ:
- τύχη, ποίσε τό θέλεις … και εξοπλήρωσέ το (Καλλίμ. 1064)·
- β) φρ. ξεπληρώνω την αγάπη = ολοκληρώνω ερωτική σχέση:
- (Βέλθ. 1017).
- α) Εκτελώ, φέρω κ. εις πέρας, πραγματοποιώ:
- 4) Ικανοποιώ, εκπληρώνω:
- ο Έρως εξεπλέρωσε πάσας των τας ελπίδας (Διγ. Esc. 1066).
- 5) (Ναυτ.) προσπερνώ πλέοντας και αφήνω πίσω (πβ. ξεπλωρίζω, ξεπορίζω):
- μίλια κ́ ωσάν εξεπληρώσεις τες Τσιμέρες, ευρίσκεις κορφόπουλον (Πορτολ. Α 273· Α 4613).
- 6)
- α) Εξοφλώ (χρέος):
- να με ξηπλερώσεις τα ρ́ πέρπυρα (Ασσίζ. 31418)·
- β) (συνεκδ. με αντικ. πρόσωπο):
- Εκείνος λέγει ότι τίποτες ουδέν να δώσει, ότι εξηπλέρωσέν τον (Ασσίζ. 3283).
- α) Εξοφλώ (χρέος):
- 1) Συμπληρώνω:
- Β́ (Αμτβ.) πληρώνω οφειλή, εξοφλώ χρέος:
- ο θρόνος έχει χριος και θεν να ξηπλερώσει (Ιστ. Μαρκ. 442· Χρον. σουλτ. 2635).
[<αόρ. των εκπληρώ ‑ώνω (βλ. ά.). Ο τ. ξηπλε‑ σήμ. κυπρ. Η λ. στο Somav. και σήμ.]
- Ά Μτβ.