Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξεπλένω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξεπλένω [ksepléno] -ομαι Ρ αόρ. ξέπλυνα, απαρέμφ. ξεπλύνει, παθ. αόρ. ξεπλύθηκα, απαρέμφ. ξεπλυθεί, μππ. ξεπλυμένος : 1α.με άφθονο νερό αφαιρώ τη σαπουνάδα με την οποία είχα πλύνει κτ.· ξεβγάζω: ~ τα πιάτα. Δεν ξεπλύθηκες καλά. Είναι ξεπλυμένα τα ρούχα; β. πλένω κτ. πρόχειρα, συνήθ. χωρίς σαπουνάδα: Ξέπλυνε λίγο το μπουκάλι. Ρίξε μου λίγο νερό να ξεπλυθώ. || ~ το στόμα μου. H βροχή ξεπλένει τα φύλλα. || (μτφ.): ~ το βρόμικο χρήμα. Ξεπλυμένο χρήμα, μέσα από διάφορες τραπεζικές διαδικασίες αποκρύπτω την πηγή προέλευσης χρημάτων που προέρχονται από παράνομες δοσοληψίες. 2. (μτφ., προφ.) αποκαθιστώ ηθικά: Θέλω να ξεπλύνω την ντροπή. H τοπική ομάδα θα προσπαθήσει να ξεπλύνει το 0-7 του πρώτου γύρου. 3. (μππ., μειωτ.) για χρώμα πολύ ανοιχτό, σαν ξεθωριασμένο. || (ως ουσ., για πρόσ.) ο ξεπλυμένος, αυτός που έχει πολύ ανοιχτόχρωμα μαλλιά και μάτια.

[μσν. ξεπλύνω (κατά το πλύνω > πλένω) < αρχ. ἐκπλύνω `πλένω τελείως΄ (ἐκ- > ξε-)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες