Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξεπλέκω [ksepléko] -ομαι Ρ3 : 1.ξηλώνω κτ. που είναι πλεγμένο. 2. αφήνω ελεύθερα τα μαλλιά που είχα πλέξει σε κοτσίδες.
[ξε- πλέκω]
[Λεξικό Κριαρά]
- ξεπλέκω· εξεπλέκω· ξοπλέκω· μτχ. παρκ. ξηπλεμένος.
-
- I. Ενεργ.
- 1) Λύνω κ. που είναι πλεγμένο
- (εδώ σε μεταφ.):
- εσύ το ’χες ξεπλέξει (ενν. το στεφάνι) (Ζήν. Β́ 240).
- (εδώ σε μεταφ.):
- 2) (Μεταφ. προκ. για πατέρα που παντρεύει και στέλνει μακριά την κόρη του):
- Έλεγα: «Την ανέκπλοκον … πώς να την εξεπλέξω;» (Επιθαλ. Ανδρ. Β́ 555).
- 1) Λύνω κ. που είναι πλεγμένο
- II. Μέσ.
- 1) Αφήνω λυτά τα μαλλιά μου (σε ένδειξη λύπης, πένθους):
- (Τζάνε, Κρ. πόλ. 20714)·
- έβλεπες και τας γυναίκας ξηπλεμένας (Λουκάνη, Άλ. Τροίας [767]).
- 2) (Μτβ.· μεταφ.) αφήνω κάπ. να φύγει από κοντά μου, αποδεσμεύω:
- εάν η μητέρα ουδέν τα ξοπλέκεται να τα δώσει (ενν. τα παιδία της), … το δίκαιον ορίζει … (Ασσίζ. 12427).
- 1) Αφήνω λυτά τα μαλλιά μου (σε ένδειξη λύπης, πένθους):
[<αόρ του μτγν. εκπλέκω. Τ. ξηπλέκω όπως ο τ. της μτχ. σήμ. κυπρ. Η λ. στο Somav., όπου και μτχ. ‑εμένος, και σήμ.]
- I. Ενεργ.