Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξεπηδώ [ksepiδó] & -άω Ρ10.2α : εμφανίζομαι ξαφνικά και απότομα μέσα ή πάνω από κτ.: Φλόγες ξεπήδησαν από τα παράθυρα. Tο νερό ξεπηδάει από το σωλήνα. || (μτφ.): Mέσα από τις κοινωνικοπολιτικές συνθήκες των αρχών του αιώνα ξεπήδησε το έργο του Mπρεχτ.
[μσν. ξεπηδώ < αρχ. ἐκπηδῶ `πηδώ προς τα πάνω΄ (ἐκ- > ξε-)]
[Λεξικό Κριαρά]
- ξεπηδώ· εξεπηδώ.
-
- 1)
- α) Ξεπροβάλλω απότομα μέσα από κλειστό ή περιορισμένο χώρο, πηδώ έξω:
- (Απολλών. 497)·
- έλαφος εξεπήδησεν από της παγανέας (Διγ. Z 1421)·
- β) (για υγρό) χύνομαι:
- μέσα από το στόμαν του φαρμάκιν εξεπήδα (Πικατ. 8).
- α) Ξεπροβάλλω απότομα μέσα από κλειστό ή περιορισμένο χώρο, πηδώ έξω:
- 2) Πετιέμαι, ορμώ, ξεχύνομαι (για να δηλωθεί ορμητική εκκίνηση, που επιτείνεται με την προσθήκη παρομοίωσης ή χρον. επιρρ.):
- ως αστραπή εξεπήδησεν (Αχιλλ. (Smith) N 592)·
- εξαίφνης εξεπήδησαν απέσω εις το κουβούκλιν (Διγ. Esc. 588).
- 3)
- α) Πετιέμαι πάνω, τινάζομαι (μετά απότομο ξύπνημα ή ανάκτηση των αισθήσεων):
- (Διγ. Z 2824)·
- ευθύς ανεψυχώθην. Ανέζησα, εξεπήδησα (Λίβ. Sc. 1413)·
- β) σηκώνομαι απότομα πάνω αντιδρώντας σε κ.:
- (Προδρ. III 245, Πωρικ. I 52 κριτ. υπ).
- α) Πετιέμαι πάνω, τινάζομαι (μετά απότομο ξύπνημα ή ανάκτηση των αισθήσεων):
- 4) (Εδώ μτβ.) επιτίθεμαι:
- κόντης της Φλάνδρας … μετά τους Βενετίκους … εξεπηδά την Πόλιν (Χρονογρ. 241).
[<αόρ. του αρχ. εκπηδάω. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]
- 1)