Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξεπετώ [ksepetó] -ιέμαι Ρ10.6 & ξεπετάγομαι [ksepetáγome] Ρ3β : 1.(οικ.) α. για μωρό που πέρασε την πρώτη βρεφική ή νηπιακή ηλικία, που έγινε παιδάκι: Tο μωρό ξεπετάχτηκε πια. Kουράστηκε πολύ για να ξεπετάξει τα παιδιά της. || για φυτό που άρχισε να αναπτύσσεται: Ξεπετάχτηκαν τα στάρια. β. τελειώνω κτ. πολύ γρήγορα: Ξεπετάει ένα πλεχτό σε λίγες μέρες. 2. (παθ.) εμφανίζομαι ξαφνικά και απρόσμενα: Ξεπετάχτηκαν τόσο γρήγορα που δεν μπόρεσα να αντιδράσω.
[ξε- πετώ, πετάγομαι (πρβ. μσν. ξαπετώ)]
[Λεξικό Κριαρά]
- ξεπετώ· ξαπετώ.
-
- (Προκ. για πουλιά) πετώ:
- είδε να ξαπετούσι σπουργίτες (Θησ. Ζ́ [637]).
[<επιτ. ξε‑ + πετώ. Η λ. στο Somav. και σήμ. με διαφορ. σημασ.]
- (Προκ. για πουλιά) πετώ: