Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξεπεσμός ο [ksepezmós] Ο17 : η αφηρημένη έννοια του ξεπέφτω· υλική ή ηθική κατάπτωση και παρακμή: Ο πόλεμος έφερε τον ξεπεσμό πολλών πλούσιων οικογενειών. Aγανάκτηση επικρατεί για τον ξεπεσμό της πολιτικής μας ζωής.
[ξεπεσ- (ξεπέφτω) -μός]
[Λεξικό Κριαρά]
- ξεπεσμός ο.
-
- Θρησκευτική και ηθική κατάπτωση:
- να αφήσει (ενν. ο Θεός) τους υπολοίπους εις τον ξεπεσμόν της απωλείας τους (Χριστ. διδασκ. 62).
[<αόρ. του ξεπέφτω + κατάλ. ‑μός. Τ. ‑εμός στο Somav. Πβ. λ. ξέπεσμα στο Βλάχ. Η λ. και σήμ.]
- Θρησκευτική και ηθική κατάπτωση: