Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξεπατώνω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξεπατώνω [ksepatóno] -ομαι Ρ1 : (οικ.) 1α. βγάζω, αφαιρώ τον πάτο: Ξεπατώθηκε το καλάθι / το βαρέλι. || Ξεπατώθηκαν τα παπούτσια μου. Ξεπατωμένο καπέλο. β. φθείρω, καταστρέφω κτ. υπερβολικά: Tο ξεπάτωσες το μηχάνημα. γ. ξεριζώνω ένα φυτό: Tις ξεπάτωσε τις αχλαδιές. 2. κουράζω κπ. υπερβολικά, εξοντώνω κπ. από την κούραση· ξεθεώνω: Ξεπατώθηκα σήμερα στη δουλειά. Mας ξεπατώνει κάθε μέρα.

[ξε- πάτ(ος) -ώνω]

[Λεξικό Κριαρά]
ξεπατώνω.
  • 1) Αφαιρώ το δάπεδο δωματίου ή σπιτιού:
    • Τα παραθύρια βγάνασι, τα σπίτια ξεπατώνα (Τζάνε, Κρ. πόλ. 20915).
  • 2) (Συνεκδ. για πόλη) μεταβάλλω σε ερείπια, καταστρέφω ολοσχερώς:
    • θέλουν σε ξεπατώσει (ενν. την Ιερουσαλήμ) έως τα θεμέλια (Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ. Λουκ. ιθ́ 44· Τζάνε, Κρ. πόλ. 56324).
  • 3) (Μεταφ. προκ. για τη γη) αφαιρώ σε βάθος το χώμα (για να ανοίξω τάφρο):
    • (Τζάνε, Κρ. πόλ. 25419, 47117).

[<στερ. ξε‑ + πατώνω. Η λ. στο Somav. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες