Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξεπατικώνω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξεπατικώνω [ksepatikóno] -ομαι Ρ1 : (ειρ., προφ.) 1. αντιγράφω σωστά μια παράσταση, ένα σχέδιο τοποθετώντας από πάνω ένα διαφανές χαρτί, το οποίο επιτρέπει να διακρίνονται όλες οι λεπτομέρειες του πρωτοτύπου: Ξεπατίκωσε μια παράσταση με θέμα τη φύση, γιατί δεν προλάβαινε να τη ζωγραφίσει. 2. (μτφ.) μιμούμαι χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία άλλα πρότυπα: Ξεπατικωμένη θεατρική παράσταση.

[ξε- πατικώνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες