Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξενώνας ο [ksenónas] Ο2 : 1.ειδικά διαμορφωμένος χώρος, συνήθ. σε μοναστήρια ή σε ιδρύματα, που προορίζεται για φιλοξενία ξένων χωρίς ή με ελάχιστη οικονομική επιβάρυνση: Στο χωριό μας υπάρχει ένας κοινοτικός ~. Θα κοιμηθούμε στον ξενώνα του μοναστηριού. Ξενώνα το κάναμε το σπίτι μας. Ξενώνας Nεότητας, ξενώνας ειδικά για νέους. || πολύ μικρό οικογενειακό ξενοδοχείο σε χωριό ή σε κωμόπολη. 2. δωμάτιο, σε σπίτι, προορισμένο για τη φιλοξενία φίλων ή γνωστών.
[λόγ. εν. < αρχ. πληθ. ξενῶνες]