Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ξενών ‑ας ο· ξενιών ‑ας.
-
- Ίδρυμα περίθαλψης φτωχών και αρρώστων, συνδυασμός πτωχοκομείου, ξενοδοχείου και νοσοκομείου, συν. ως εξάρτημα μονής:
- (Byz. Kleinchron. Á 427)·
- Ξένοι και αρρώστοι και φτωχοί εις τον ξενιώνα υπάσιν (Ιμπ. 707· Προδρ. III 155).
[αρχ. ουσ. ξενών. Η λ. (‑ας) και σήμ.]
- Ίδρυμα περίθαλψης φτωχών και αρρώστων, συνδυασμός πτωχοκομείου, ξενοδοχείου και νοσοκομείου, συν. ως εξάρτημα μονής:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξενώνας ο [ksenónas] Ο2 : 1.ειδικά διαμορφωμένος χώρος, συνήθ. σε μοναστήρια ή σε ιδρύματα, που προορίζεται για φιλοξενία ξένων χωρίς ή με ελάχιστη οικονομική επιβάρυνση: Στο χωριό μας υπάρχει ένας κοινοτικός ~. Θα κοιμηθούμε στον ξενώνα του μοναστηριού. Ξενώνα το κάναμε το σπίτι μας. Ξενώνας Nεότητας, ξενώνας ειδικά για νέους. || πολύ μικρό οικογενειακό ξενοδοχείο σε χωριό ή σε κωμόπολη. 2. δωμάτιο, σε σπίτι, προορισμένο για τη φιλοξενία φίλων ή γνωστών.
[λόγ. εν. < αρχ. πληθ. ξενῶνες]
[Λεξικό Κριαρά]
- ξενώνω· προστ. αορ. ξενώθησε.
-
- I. Ενεργ.
- 1)
-
- α1) Αναγκάζω κάπ. να φύγει μακριά από την πατρίδα, εξορίζω:
- να την ξενώσεις εις μακρούς τόπους να μην την βλέπω (Φλώρ. 1084)·
- α2) (συνεκδ. για εκούσια απομάκρυνση):
- την κόρην οπού εξένωσεν ίδιους εκ τα δικά των (Φλώρ. 1522)·
- α1) Αναγκάζω κάπ. να φύγει μακριά από την πατρίδα, εξορίζω:
- β) (σε μεταφ. προκ. για την εκδίωξη του ανθρώπου από τον Παράδεισο):
- (Νεόφ. Έγκλ. Β́ 17)·
- γ) απομακρύνω, αποσπώ κάπ. από κάπου·
- (εδώ σε μεταφ.):
- η ζηλοφθονία … εργάζεται … να με ξενώσει εκ το σκαλίν της Ευτυχοτυχίας (Ντελλαπ., Ερωτήμ. 24).
- (εδώ σε μεταφ.):
-
- 2)
- α) Απομακρύνω κάπ. από τους δικούς του, τον κάνω να τους αποχωριστεί:
- με ξένωσε η τύχη μου από σένα (Λίβ. N 3561)· β) (μεταφ.) απομακρύνω, αποξενώνω:
- ως σκλάβαν με επουλήσασιν διά να με ξενώσουν καθόλου απέ τον πόθον σου (Φλώρ. 1021)·
- γ) (μεταφ. για συναισθήματα, εμπειρίες) αποβάλλω, διώχνω:
- τους οπίσω πικρασμούς ρίψε, ξενώθησέ τους (Λίβ. Sc. 1223).
- α) Απομακρύνω κάπ. από τους δικούς του, τον κάνω να τους αποχωριστεί:
- 3) Αφαιρώ, αποστερώ από κάπ. κ.:
- ειδέ και τολμήσει … να τα επάρει (ενν. όσα πράγματα … αφιερώθησαν) και ξενώσει εκ τον ναόν … (Μαλαξός, Νομοκ. 198· Χίκα, Μονωδ. 90).
- 4) (Εδώ) στερώ από κάπ. τη συμμετοχή του σε κ., τον εξαιρώ, τον αποκλείω:
- ο Θεός εξαρχής εξένωσε τον πατριάρχην αυτών (ενν. των Αγαρηνών) και αυτούς της διαθήκης αυτού (Ψευδο-Σφρ. 46626).
- 5) (Νομ.) εκχωρώ, μεταβιβάζω σε τρίτο πρόσωπο το δικαίωμα κυριότητας πράγματος, που παράνομα το κατέχω (για να μην το διεκδικήσει ο νόμιμος κάτοχος):
- (Ασσίζ. 42727).
- 1)
- II. Μέσ.
- 1)
- α) Ξενιτεύομαι:
- μετά σου να ξενωθώ … εις χώρας ξένας (Βέλθ. 61)·
- β) (σε μεταφ. προκ. για την απομάκρυνση του ανθρώπου από τον Παράδεισο):
- (Νεόφ. Έγκλ. Β́́ 32).
- α) Ξενιτεύομαι:
- 2) Φεύγω μακριά, απομακρύνομαι από κάπ. ή κ., αποχωρίζομαι (με επόμ. γεν. ή από + αιτιατ.):
- το μονωθήναι και ξενωθήναι των πολλών ανάπαυσιν ευρίσκει (Καλλίμ. 2263· Φλώρ. 240).
- 3) (Μεταφ. προκ. για την αγάπη) χάνομαι, σβήνω:
- (Χρον. Τόκκων 3019).
- 4) (Μεταφ.· εδώ προκ. για την ψυχή) εκπλήσσομαι, παραξενεύομαι:
- από αφηγήματος να ξενωθεί η ψυχή σου (Λίβ. P 636).
- 1)
- Η μτχ. παρκ. ως επίθ. = ξενιτεμένος και (συνεκδ.) στερημένος από όλα:
- (Φλώρ. 1545).
[αρχ. ξενόω. Η λ. στο Βλάχ.]
- I. Ενεργ.