Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξενύχτι το [kseníxti] Ο44 : εκούσια στέρηση του ύπνου: ~ για διάβασμα. || νυχτερινή διασκέδαση: Ξόδεψε την περιουσία του στα γλέντια και στα ξενύχτια.
[ξενυχτ(ώ) -ι (αναδρ. σχημ.)]